- υψικόλωνος
- -ον, Α1. αυτός που βρίσκεται πάνω σε ψηλό λόφο2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑψικόλωνοντραχεῑαν, ὑψηλήν».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κολωνός «λόφος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑψικόλωνον — ὑψικόλωνος high masc/fem acc sg ὑψικόλωνος high neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωσικόλωνος — ἡ, Α προσωνυμία τής Αρτέμιδος, που προστάτευε τις κολώνες, τις βουνοκορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < σῴζω* + κόλωνος (< κολώνη «ύψωμα, λόφος, κορυφή»), πρβλ. υψικόλωνος] … Dictionary of Greek